ανακλητήριος

ανακλητήριος
ία , ον
1) отзывающий, отзывной;

ανακλητήριόν σήμα мор. — сигнал сбора лодок, удалившихся от корабли;

ανακλητήριόν σάλπισμα — воен, а) сигнал сбора; — б) отбой;

ανακλητήρια γράμματα ( — или έγγραφα) — отзывные грамоты;

2) отменяющий, аннулирующий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανακλητήριος" в других словарях:

  • ανακλητήριος — ια, ιο (Α ἀνακλητήριος) 1. αυτός που προκαλεί ανάκληση*, επιστροφή, επάνοδο 2. αυτός που επισημοποιεί ακύρωση, ο ακυρωτικός αρχ. ἀνακλητήρια, τα γιορτή που γινόταν κατά τη στέψη βασιλέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκληση( ις). Η λ. ανακλητήριος με τη… …   Dictionary of Greek

  • ανακλητήριος — α, ο αυτός με τον οποίο γίνεται η ανάκληση: Στάλθηκε στον πρεσβευτή το ανακλητήριο έγγραφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακλητικός — ή, ό 1. ανακλητήριος (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., το ανακλητικό το βραδινό σάλπισμα για την επάνοδο των στρατιωτών στους στρατώνες τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»